- ανάρτυτος
- -η, -ο (Α ἀνάρτυτος, -ον)[αρτύω](για φαγητό) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, ακαρύκευτος, άνοστοςνεοελλ.1. (για φαγητό) νηστήσιμος2. (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας.
Dictionary of Greek. 2013.